- σκοπιανός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Σκόπια, πρωτεύουσα κράτους τής πρώην Γιουγκοσλαβίας2. ως κύριο όν. ο Σκοπιανός και η Σκοπιανήα) ο κάτοικος τής πόλης τών Σκοπίωνβ) ο κάτοικος τής Δημοκρατίας τών Σκοπίων.
Dictionary of Greek. 2013.